χαραξίποντος

χαραξίποντος
-ον, Α
αυτός που διασχίζει τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* σχηματισμένο < χαράσσω + πόντος «θάλασσα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαραξιπόντου — χαραξίποντος ploughing the sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”